|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κανονάρχημα? — — βατσινάρισμα — γυφτάκι — ανεκρίζωτος — σαλεύω — συμπτύσσομαι — απορρώξ — φακορυζόσουπα — ανατροπεύς — κομματιαστός — πανώριος — μανταρισμένος — μοδιστράδικο — κάτουρλο — φυλακτόν — κορνάρισμα — μεταμοντέρνος — ολμοβόλο — διαβρέχω — εβδομήντα — εμπαιστός — συγκαιρινός |
|||