Новогреческий словарь
αρεσιά
αρεσιά
η :
τής ~άς μου (του) — в моём (его) вкусе, по моему (по его) вкусу, то что мне (ему) нравится
;
αγοράζω παλτό τής ~άς μου — покупать пальто на свой вкус
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρεσιά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εκμεταλλευτής
—
λευκόν
—
συρτάκι
—
καραβέλλα
—
τούλι
—
πεταχτάρι
—
χαράττω
—
μουσαφίρισσα
—
οπλουργός
—
μαξιμαλιστής
—
επταήμερος
—
νέμα
—
τριοξείδιο
—
ροσμπίφ
—
ανεμοπόδαρος
—
τριανταφυλλένιος
—
δεδηλωμένος
—
νυχτέρι
—
σεμιγδαλένιος
—
βυθοκορώ
—
βουστίνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве