Новогреческий словарь
γαιομισθωτής
γαιομισθωτ|ής
ο
арендатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
арендатор
? —
γαιομισθωτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαιομισθωτής
? — арендатор
#
(ново)греческий словарь
—
αέρας
—
καυτήρι
—
βρουβοβλάσταρο
—
πορισμός
—
δωδεκάωρο
—
ακταίωρος
—
φλούδάτος
—
συμπλήρωση
—
απίτουρος
—
ασφόδελος
—
προσωθώ
—
διερωτώμαι
—
διπλώτρια
—
πολυκαιρία
—
αναστημόμετρο
—
μονοκούκκι
—
σακχαρικός
—
ανασαλεύω
—
αξινος
—
αθάρρευτος
—
όχθη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве