Новогреческий словарь
αποτείνομαι
αποτείνομαι
адресоваться, обращаться
(к кому-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
адресоваться
? —
αποτείνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
обращаться
? —
αποτείνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποτείνομαι
? — адресоваться, обращаться
#
(ново)греческий словарь
—
εμφράσσω
—
επισκευάστρια
—
χειροτερεύμα
—
διαψεύδω
—
αυγή
—
ελκυστίνδα
—
απαλλαγμένος
—
πατρικός
—
ιδεάζω
—
αγρός
—
εκδημοκρατισμός
—
ιερατικός
—
ιστοθέτησις
—
ένσφαιρος
—
εκατόγραμμο
—
παρερμήνευμα
—
μαλλιοκέφαλα
—
χαρτοκλέφτης
—
αντισυλληπτικό
—
αχειροτόνητος
—
αποκλείνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве