|
готовить впервые #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово готовить впервые? — πρωτομαγειρεύω как с (ново)греческого переводится слово πρωτομαγειρεύω? — готовить впервые — άχυρο — νεανικότητα — ψευδοδίλημμα — βουρλαίνω — ακαυχησία — ενειλιγμένος — μονοφασικός — οδοντόσκονη — φρύττω — άμεσος — βώλαξ — ιεραρχία — ύστερον — υποσυνείδητο — άλλαχτος — χορωδώ — μηχανοποίητος — γαρίζω — κεραία — πολυεδρικός — αρχιστρατηγείο |
|||