|
ο изготовитель консервов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изготовитель консервов? — κονσερβοποιός как с (ново)греческого переводится слово κονσερβοποιός? — изготовитель консервов — αλκαλιμέταλλο — μανθάνω — πιθανολογώ — παλαιοημερολογίτης — ασφαλής — χελογίβαρο — λόπια — ασκημαίνω — εαυτός — λασποβροχή — εξηντάρα — συνθλώ — οργίζω — μικροαστισμός — επιγονισμός — λαμπάδιασμα — μαϊτάπι — ελεητικός — καπριτσιόζικος — άριστος — πρωτοτυπώ |
|||