|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανδροκρατία? — — σαλιάρης — βουτυρίνη — γέφυρα — συνονθύλευμα — πλατυκέφαλος — απερίσπαστος — φτερουγητό — διόπτευση — εξόγκωμα — χουμικός — φωτοξυλογραφία — αχώ — ανθοτύρι — λεμφαδένας — ασπροσέντονο — αηδονίσιος — ερεικοειδής — καλαθοπλεκτηκή — μεσσιανισμός — τουρκοφάγος — διάλυση |
|||