|
: πού εκπορίζεται τά πρός τό ζήν; — откуда он берёт средства к жизни? #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκπορίζομαι? — — έλεος — απατεωνίσκος — προπερασμένος — φυσιολατρικός — βίρα — διάτονος — κρανιοσκοπικός — καμινεύτρια — Δημήτρης — πρωϊνή — ξιφιός — σκληροκαρδος — χορογράφος — ζήλεια — κορνιζοπωλείο — μπακιρένιος — δεκάτευμα — ατρομοκράτητος — βερμούτ — νεοφασισμός — μεσοχωρίτης |
|||