Новогреческий словарь
αναβαλλόμενος
αναβαλλόμεν|ος
ο :
ο τού έψαλα τόν ~ο — я ему прочитал нотацию, я его здорово отчитал
;
άκουσε από μένα τόν ~ο — ему от меня здорово попало
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναβαλλόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μεσόστεος
—
δοσίμετρο
—
δεκαήμερος
—
σαβουριάζω
—
έκτοτε
—
έμμηνα
—
απαιτώ
—
άκοπος
—
ερασιτεχνισμός
—
εύστοχος
—
χοντρομυτης
—
τυφλώττω
—
αύτανδρος
—
πολεμικός
—
τριβολίζω
—
ακοσκίνητος
—
ευφημιστικός
—
γραφική
—
σκούνα
—
άβαλτος
—
ιδιοπαθής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве