|
η 1) сила сцепления, сцепление; 2) прочность; ~ αμύνης — прочность обороны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сила сцепления? — συνεκτικότητα как на (ново)греческом будет слово сцепление? — συνεκτικότητα как на (ново)греческом будет слово прочность? — συνεκτικότητα как с (ново)греческого переводится слово συνεκτικότητα? — сила сцепления, сцепление, прочность — λερώνω — αναζωογονούμαι — γλιτζιάζω — ευμετάβλητος — ζαχαροπλασμένος — τρωγλοδυτικός — ωρολογοποιείο — συνεχίζομαι — απογειώνω — ορχήστρα — φανφαρονισμός — δόμος — απαρακολούθητος — σχολιαρούδι — μπουκαπόρτα — κράββατος — λιθανθρακωρύχείο — αποσπόρι — μεσόστρατα — ζίου-ζίτσου — αματόλη |
|||