Новогреческий словарь
εντορμία
εντορμία
η
соединение в паз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
соединение в паз
? —
εντορμία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντορμία
? — соединение в паз
#
(ново)греческий словарь
—
καθιστικός
—
απογέμιση
—
διαφωνώ
—
ξεθράκιασμα
—
αμάρευμα
—
διατρύπησις
—
φιλαλήθεια
—
χιονοσκέπαστος
—
βομβυκοτροφία
—
υπερεπάρκεια
—
συλλοβόγριφος
—
γνεστός
—
αποκαθηλώνω
—
κατάντεμα
—
σύλληπτρα
—
ταξί
—
νεόφερτος
—
φευκτός
—
τυχερός
—
κρέπ
—
βάγια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,