|
служащий для измерения глубин; βαθομετρικός χάρτης — карта глубин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово служащий для измерения глубин? — βαθομετρικός как с (ново)греческого переводится слово βαθομετρικός? — служащий для измерения глубин — αποπωματίζω — οδοντόκονη — δίπλωμα — Πέμπτη — πανηγυριώτισσα — λογικότητα — δισκοπωλείο — κουνιάδος — πολυομβρία — μετάξινος — καυλωμένος — αντιποιούμαι — εγκαλλώπισμα — λουφάζω — αχάμνια — καλοκουβεντιάζω — χαριστής — λιμένας — αψινθία — αλογοτροφείο — καρπουζιά |
|||