Новогреческий словарь
νοσοκομειακό
νοσοκομειακό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
νοσοκομειακό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μάξι
—
καταγομνώνω
—
κονάκι
—
βυρσοδεψική
—
άφατος
—
ζαχαροπλαστικός
—
χοντροκοπάνα
—
λινόλαιον
—
συφοριασμένος
—
σερέτισσα
—
περιμαζεύομαι
—
αλληλοδιάδοχα
—
κλεφτοτόπι
—
υπερρεαλιστής
—
αγιοσύνη
—
βαθυμέτρηση
—
τραβώ
—
αποτελειώνω
—
αμελξη
—
απαργύρωση
—
λοφιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве