|
το 1) пряности; 2) духи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пряности? — μυρέψημα как на (ново)греческом будет слово духи? — μυρέψημα как с (ново)греческого переводится слово μυρέψημα? — пряности, духи — αστράγαλος — παραμικρό — ξεπλύνω — ζωογονώ — επιτηδεύομαι — ανόρυξη — μερακλού — σωλήνας — κιούρτος — σπλάχνος — αλητεία — βουρκόλακας — μανάβισσα — βόσκημα — τυροκομία — εγχείριση — Θεοδώρα — αδιαβίβαστος — στομαχιάζομαι — ανεπίγνωτα — τοτέμ |
|||