|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πετρόψαρο? — — κολλητσίδα — κλαυθμηρός — αλάκητος — ξορίζομαι — αναθεωρητής — απόδοση — παιδόγγονα — συμφόρηση — ελαιοβαφής — τιμωρώ — μπουνατσάρει — κεραμιδής — χλίανση — χαριτώνω — σερετιά — ψηλός — διάμεσος — αζάρωτος — λιθαράκι — δενδροβάτης — υδρίτης |
|||