Новогреческий словарь
αμόνοιαστος
αμόνοιαστ|ος
1)
недружный, несогласный
;
είναι πάντα ~οι — они всегда в ссоре
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
недружный
? —
αμόνοιαστος
как на
(ново)греческом
будет слово
несогласный
? —
αμόνοιαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμόνοιαστος
? — недружный, несогласный
#
(ново)греческий словарь
—
φοράδα
—
ακήδευτος
—
αποχύνω
—
καψαλήθρα
—
στουπώνω
—
κουτσομπολίστικα
—
ασκητεύω
—
ξαργώ
—
σταφύλι
—
κλονισμός
—
εντάφιος
—
μπιστικός
—
γιούργια
—
τέκνο
—
οδοιπορώ
—
αρτοζαχαροπλαστείο
—
ωφελιμαρχία
—
επιστολάριον
—
εξοδεύομαι
—
σιγαροποιός
—
θεατρισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве