|
το 1) пюпитр; пульт; ~ τού μαέστρου — дирижёрский пульт; 2) церк. аналой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пюпитр? — αναλογειον как на (ново)греческом будет слово пульт? — αναλογειον как на (ново)греческом будет слово аналой? — αναλογειον как с (ново)греческого переводится слово αναλογειον? — пюпитр, пульт, аналой — φυγόστρατος — ανοστιά — πανουργία — αρκτύλος — χαμαιτυπείο — μαρουλοφυλλο — αιματοποτίζω — αθερινιό — αποσάριδο — στερεοχρωμία — θυσιαστήριο — αναδιαπαιδαγώγηση — ημίπαυση — κολάζομαι — νοούμενο — αρώτητος — Ατσιγγάνα — αλλαγμένος — εμπορορραπτικός — μόνιππος — εορτασμός |
|||