|
(αόρ. εισήκουσα) слушать, выслушивать; внимать; ~ τίς παρακλήσεις — внимать просьбам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слушать? — εισακούω как на (ново)греческом будет слово выслушивать? — εισακούω как на (ново)греческом будет слово внимать? — εισακούω как с (ново)греческого переводится слово εισακούω? — слушать, выслушивать, внимать — γεζουίτης — κινώ — υποσταλτικός — αλληλομαχία — μονύελον — βαρύτιμος — ιεροκρατία — αναβαπτισμένος — γραμματικός — καρναβαλίστρια — σιλανσιέ — μεταξάδικο — δελφίνι — γαλεάγρα — ρεφορμιστής — αλυγαριά — λωποδυσία — διαπερατότητα — άνθινος — προγνώστης — αλληλοδιαδόχως |
|||