|
ο 1) полубог; 2) богатырь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полубог? — ημίθεος как на (ново)греческом будет слово богатырь? — ημίθεος как с (ново)греческого переводится слово ημίθεος? — полубог, богатырь — λεονταρόψοχος — νομική — ραδιοτηλεφωνικός — ανοιγοκλείνω — ασκούμενος — γαϊδούρι — άρδην — επιβοηθώ — ενανθράκωση — σταλιδώνω — οινοποίηση — επαιτώ — αθύμιστος — μουσικομανία — μασκάρω — ενεσπάρην — αλυχτώ — βελονιστής — φλόκκι — καρουμπαλάκι — χαλυβοβιομηχανία |
|||