|
(-εως) η опорожнение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опорожнение? — διακένωσις как с (ново)греческого переводится слово διακένωσις? — опорожнение — κρούω — απολύμανση — κοκκινο- — σιδηροδέσμιος — ευάγωγος — γυναικώνίτης — φραντζέζικος — πιδέξιο — καρένα — κλάκ — δεκαοκτώ — εγκοινωνισμός — άλευρον — κοτσάρω — ορμίζω — κροταλίας — αθυρογλωσσία — γονατίζω — λεπίδι — γλυκοκυματίζω — χιονάκι |
|||