Новогреческий словарь
αγουρέλαιο
αγουρέλαιο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγουρέλαιο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επαίτης
—
εκπατρισμός
—
ά-ά!
—
διαμετακομιστικός
—
ελλαδικός
—
φτωχοποιούμαι
—
αντιβραχίονας
—
ακέφαλος
—
Ζουμπουλία
—
πετρελαιοπηγή
—
ιχνογραφικός
—
όπλο
—
αιμοθεραπεία
—
τερματικό
—
αξυπνησιά
—
υπενωμοτάρχης
—
εισχέομαι
—
αθήλαστος
—
τεκτονισμός
—
συχωρεμένος
—
ντιζέζ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве