Новогреческий словарь
γκούσα
γκούσα
η 1)
зоб
;
2)
одышка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зоб
? —
γκούσα
как на
(ново)греческом
будет слово
одышка
? —
γκούσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γκούσα
? — зоб, одышка
#
(ново)греческий словарь
—
στέγασμα
—
δεκαπεντασύλλαβος
—
συνεπιβάτης
—
συρτικός
—
λιγούλι
—
προσαμμώνω
—
πολυφορτώνομαι
—
κυνικοί
—
καμάρα
—
νεκταρίνι
—
χλεμπονιασμένος
—
Μαργαρίτα
—
λευκωματίνη
—
αλυτάρχης
—
σκαιότητα
—
θεαματικός
—
εγκαρσίως
—
τοιχοδομή
—
δεκστετραπλάσιος
—
ανεπίβλεπτος
—
αγριόβουνο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве