|
навсегда; τού έκοψα τήν καλημέρα ~ — [phrase]я порвал с ним раз и навсегда[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово навсегда? — διαπαντός как с (ново)греческого переводится слово διαπαντός? — навсегда — προκαταβολικός — περδικόστηθη — αλιφασκιά — προκάλυψη — χέλι — πεσιμισμός — κεντρόφύξ — χαζομούνα — εντερολογία — στροβίλισμα — δεματικό — εμπειρία — υδρορροή — υδρωπίκιασμα — αφορισμένος — κατσιποδιάζω — αντασφαλιστικός — διάλευκος — δράκος — πόντισμα — απότιστος |
|||