|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πουδρίτσα? — — φωτοδιηθητήρας — μελία — τίκ — ρηγματάκι — χοντρομπαλάς — επιστήριξη — άψητος — νεροκράτης — βουλευτικό — αεροπλανοφόρο — αψεγάδιαστος — δειλινό — ξεφτιλίζω — ξεγυρίζω — ιερογλυφικό — σειραϊκός — αεριόμετρο — εγκεφαλικό — ποραμάννα — καθημερινός — ευθαλής |
|||