|
το 1) кот; 2) котёнок; === εφτάψυχο ~ — живучий как кошка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кот? — γατί как на (ново)греческом будет слово котёнок? — γατί как с (ново)греческого переводится слово γατί? — кот, котёнок — προπονητικός — αλσύλιο — ισχύς — χοντρόκωλος — τριακονταετία — ξεθύμασμα — κλείδωμα — ξεφωνητό — ανεμοχάφτης — συνταξούλα — ακριμάτιστος — κοκκωτός — αντισήκωμα — άρμπορο — χρησμωδός — αξαόπουλο — πανεπιστημιούπολη — διετής — εφημερίδας — Θρακιώτης — βούρλο |
|||