Новогреческий словарь
διαδέχομαι
διαδέχομαι
(αόρ. διαδέχθηκα, διεδέχθην и διεδεξάμην)
сменять
(кого-что-л.);
быть (__чьим-л.__) преемником
;
τήν τρικυμίαν ~θηκε η γαλήνη — [phrase]буря сменилась штилем[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сменять
? —
διαδέχομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
быть преемником
? —
διαδέχομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαδέχομαι
? — сменять, быть преемником
#
(ново)греческий словарь
—
ανθοπωλείο
—
ενασκώ
—
εγωισταράς
—
χαρτορρίχτρα
—
νεραϊδόγνεμα
—
ελευθεροφροσύνη
—
σποραδικότητα
—
ανακοινωθέν
—
πατήκι
—
οχυρωτική
—
υπεράριθμος
—
μουσαμαδένιος
—
ανεξικακία
—
μπιζελιά
—
βαρβαρόφωνος
—
επεπλάκην
—
μιμόρχημα
—
πωματίζω
—
ξεκωλώνω
—
φωταγώγιο
—
συνδιάσκεψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве