Новогреческий словарь
πάθηση
πάθηση
η
болезнь, недуг
;
καρδιακή ~ — болезнь сердца
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
болезнь
? —
πάθηση
как на
(ново)греческом
будет слово
недуг
? —
πάθηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
πάθηση
? — болезнь, недуг
#
(ново)греческий словарь
—
φανφαρονίστικος
—
φυτοπαράσιτα
—
δρομαίος
—
μοδίστρα
—
τετραπέρατος
—
οσφρητικότητα
—
επιγονισμός
—
χρυσαφένιος
—
λασπάς
—
αναφυσητό
—
στέφος
—
ασιανή
—
βαμβακόψειρα
—
γερμανομαθής
—
αρεσιά
—
ισόρροπος
—
παρεξηγώ
—
καρφί
—
μειδίαμα
—
ανθοστρώνω
—
υποστρέφω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве