|
η мед. остит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остит? — οστίτιδα как с (ново)греческого переводится слово οστίτιδα? — остит — μενεξεδί — ενδιαίτημα — ωραιότατα — γλυκοθύμητος — διαχώρισμα — χρονικό — πιστολιά — αποψέ — ξελουριάζω — εργαστηριακός — ευδαίμων — βιβλιοδέτηση — ανάργυρος — βοσκαριά — νωτιάς — κιούγκι — δείλι — αυλακοχαράκτης — αποξένωση — μακέλλα — επιχείρημα |
|||