|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινωφελία? — — αμφισβητητικός — επισημασμένος — χαρτόσημο — προεξόφλημα — αστένωτος — τεμαχηδόν — παστεριώνω — ακροβολιστί — ασυνάρτητος — βαριακούω — συγχρονισμένος — βουκολώ — τουρκοκρατούμαι — σερσέμικος — σατινάρω — αγριόσκυλο — αμασχάλη — διεξοδικότητα — δίμιτος — τυροκομικός — εναποθήκευση |
|||