|
η 1) прикосновение; 2) осязание; αίσθηση της αφής — чувство осязания; === περί λύχνων αφάς — под вечер, к вечеру; вечером #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прикосновение? — αφή как на (ново)греческом будет слово осязание? — αφή как с (ново)греческого переводится слово αφή? — прикосновение, осязание — σιδηροπάσσαλος — αγραβανί — αποτεφρωτήρας — καραβόσκαρο — ολιγόλεπτος — φρονηματισμός — αγιοταφίτικος — μορφασμός — τάφος — καρδιοτοκογράφος — ξεθολώνω — αστρίμωχτος — τελμάτωση — αυτοματοποίηση — παραφωνάζω — ζητούμενος — αντονυμικός — ζελατίνη — ενσκήπτω — αγριοκέρασο — δημεύσιμος |
|||