|
(-ιδος) η мед. эндометрит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндометрит? — ενδομητρίτις как с (ново)греческого переводится слово ενδομητρίτις? — эндометрит — αποβορβόρωση — δίχρονος — μεσόφραγμα — συνθηματικός — επισωρευτικός — εξοφλήσιμος — ρεμπετεύω — αλυση — υπέρξηρος — παραδειγματικώς — γουρνοπόδαρος — ξεκουτιαίνομαι — Τρίτη — διάθερμος — ορυκτό — φρενιτιώ — μπακάλισσα — αορτηρούχος — βαθμίδα — πνέω — εμφύλιος |
|||