|
мор. по ветру; παίρνω (τή) βόλτα (или γυρίζω) ~ — разворачиваться по ветру #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово по ветру? — ποδιστά как с (ново)греческого переводится слово ποδιστά? — по ветру — άκων — τενεκετζίδικο — τιμαριθμοποίηση — εσχάρα — ημιαποικιακός — αντισυνταγματικός — πλεονεκτικός — γουλάρης — πρόλοβος — γλυκοτηράζω — αντρειώνω — εκπατρίζομαι — ναυτολογία — ακράδαντα — ναστόδερμα — καθωσπρεπισμός — λιοκόκκαλο — συμφοιτητής — ενετήρ — μικρόφυτο — ευγενέστερος |
|||