Новогреческий словарь
ετράπην
ετράπην
παθ. αόρ. от τρέπω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ετράπην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ολίσθημα
—
μοσχάτος
—
καλά
—
γιόρτασμα
—
βαμβακοκλώστρια
—
ενδοθωρακικός
—
καναπές
—
ολιγότεκνος
—
κιθαριστής
—
υγιεινολόγος
—
επανασπορά
—
γυαλιστήρι
—
ερασιτεχνία
—
κακόν
—
συναύξηση
—
μισεμός
—
πρωκτοϋδραυλικός
—
κηρίο
—
αδικητής
—
άσκημος
—
κρεμιούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве