|
το парапет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парапет? — παραπέτο как с (ново)греческого переводится слово παραπέτο? — парапет — στείβω — συκοφαντία — χάροντας — καλαφατιστήρι — γεμώνω — αλλοπαθητικός — πτητικότητα — μοσχοκάρφι — μπαμπόγερος — κούφιος — κρανιά — διατομικός — αηδονολαλιά — δακνομανία — πηγάδα — χούφτωμα — μινιατούρα — ευκολόπιαστος — πολυγραφώ — αρδευόμενος — ανεπιβεβαίωτος |
|||