Новогреческий словарь
καταχώνω
καταχώνω
(αόρ. (ε)κατάχωσα и κατέχωσα, παθ. αόρ. καταχώστηκα κατεχώσθην )
зарывать, закапывать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зарывать
? —
καταχώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
закапывать
? —
καταχώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταχώνω
? — зарывать, закапывать
#
(ново)греческий словарь
—
διατροφικός
—
φεγγάρι
—
σαπωνίτης
—
οξεοστεγής
—
ξωτικό
—
λαρδώνω
—
ξαρμυρισμένος
—
αλλιγάτορας
—
κουμάρι
—
περιληπτικός
—
βεργόλιγνος
—
ασυγκίνητος
—
μωρουδίσματα
—
αιγαιοπελαγίτικος
—
μπλόκ
—
ισχίο
—
ωτικός
—
εξώπλασμα
—
σταχτοκουλούρα
—
πλινθοποιείο
—
μειοδότης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве