Новогреческий словарь
ορογραφία
ορογραφία
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορογραφία
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τεσσαράκοντα
—
μονοσυλλαβικός
—
ασημοκεντώ
—
απόχηρος
—
ανομοιώνω
—
άρα
—
κατάψυξη
—
σαρακιασμένος
—
αλάρω
—
σουηδέζικος
—
βλάβη
—
ωτοπαθολογικό
—
ψιακί
—
τριγλί
—
δασμολόγία
—
μόνιασμα
—
ζήτης
—
αστραποβροντώ
—
ένθετης
—
έλεγξη
—
αχερόδεμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве