|
(-εως) η 1) втирание (действие); 2) мед. растирание; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово втирание? — έντριψη как на (ново)греческом будет слово растирание? — έντριψη как с (ново)греческого переводится слово έντριψη? — втирание, растирание — ανακοινώνω — εκκλησιαστικός — αλογάκια — διαβιβαστικός — πεσκαδούρος — κακοτεχνία — παρτίδα — χειρομάντης — άπηξ — ξεκοτσάρισμα — οσιομάρτυρας — ανήχθην — αναβρύω — γερμανοφιλία — εύθυνση — αγγελιοδοσία — μαυραγορήτισσα — λειψάρης — κυβέρνηση — αντικαθρεφτίζω — μαδαρῶ |
|||