|
το коврик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коврик? — πεύκι как с (ново)греческого переводится слово πεύκι? — коврик — χριστιανή — επιχαίρω — σκοπόσημον — συσσώρευση — δεκαφτά — αναισθητίαση — ντραμιτζάνα — μεταθετός — γκολ — σιδηρόδετος — ουρανοκατέβατος — φαλίδωμα — σαΐνι — βυζαντιακός — κουκουέ — αιμοχρωστικός — γνωριμιά — καταφέρνω — νηστεία — προφητάναξ — διασύρω |
|||