|
1) оставшийся без ответа; 2) не ответивший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оставшийся без ответа? — αναπόκριτος как на (ново)греческом будет слово не ответивший? — αναπόκριτος как с (ново)греческого переводится слово αναπόκριτος? — оставшийся без ответа, не ответивший — γεμίδι — πακετάρω — γυμνητεύω — ενδιαφέρων — σκάρωμα — μονοσήμαντος — αποτιμητής — χουχουριστής — ανθοστολίζω — γαλίφος — διάκονο — ρωσιστί — γκιοσέμι — αρτόδεντρο — μούσα — νομομηχανικός — κόπρισμα — φτωχομάνα — λογάδι — ξανακαινουργιώνω — στροβίλισμα |
|||