αρχειοθέτης

формы словаβ
αρχειοθέτης



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αρχειοθέτης? —


ψεκαστήραςχονδρογενήςμεσονυχτίςαρέζωρητώςαντίστοιχοκολληταρτζήςεξέρχομαισυμβολικάγυφτοχαρατσήςκαραουλίζωαναπτύσσομαιπροκάτοχοςκεντριστήςαρμένικαοφθαλμόρροιαξεμέθυστοςιμάνταςαδικώασεβήςπολιτικοκοινωνικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit