|
обижаться; сердиться; ~ήθηκε или είναι ~ημένος μαζύ μου — [phrase]он рассердился на меня[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обижаться? — παρεξηγούμαι как на (ново)греческом будет слово сердиться? — παρεξηγούμαι как с (ново)греческого переводится слово παρεξηγούμαι? — обижаться, сердиться — βροντόσαυρος — αποθυμώ — παλαιοπωλείο — κείμαι — μελωδία — ιχθυάλευρα — παλιάτσος — αρχοντονιά — ναυλομεσιτεία — γροικάω — ίαμα — αμαρτωλός — ζωοκλέπτης — ολοσχερής — ρεμπέτικος — πλατειασμός — αξιοποίηση — ποντικοουρά — ζωόλιθος — διαμαλάσσω — δεσποτικώς |
|||