|
ο 1) тестомес; 2) хим. фермент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тестомес? — ζυμωτής как на (ново)греческом будет слово фермент? — ζυμωτής как с (ново)греческого переводится слово ζυμωτής? — тестомес, фермент — ανεπίτρεπτος — τέμενος — Αθίγγανος — αντιπροοδευτικός — αλλιώτικος — σεντονάρα — τελωνείο — αναδιαπαιδαγώγηση — ύμνηση — πραξικοπημοτικός — ιριδοκήλη — μπαλαίνα — κοκέτης — σιγουρεύω — κατόχι — κρέντιτο — ραθυμία — πόντα — αντιφώνηση — ατημελησία — μονογράφω |
|||