|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χαχανητό? — — ζάρκος — αφύλακτος — πατσιά — επάναγκες — ατράβηκτος — διαβολίζω — κλάψα — συνταγματικός — ορμίζω — ξαναμηνώ — κεφαλήστος — ψευδοκλασικισμός — πλειοδοτών — πουτσαράς — βυσματικός — λαξ — γαρυφαλλέλαιον — ρόμβος — μονοκότυλος — καμπανίτσα — κάρπωση |
|||