Новогреческий словарь
ατμιστήρας
ατμιστήρας
(-ήρος) ο мед.
ингалятор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ингалятор
? —
ατμιστήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
ατμιστήρας
? — ингалятор
#
(ново)греческий словарь
—
στεφανωμένη
—
άπηκτος
—
υποτέλεια
—
άγγελισσα
—
αυτοκαταλύομαι
—
μεσαντρούλα
—
παρενέπεσα
—
υπερρεαλιστικά
—
ανειλικρινής
—
κοινωνιστής
—
αυτονομικός
—
επανορθωτής
—
σκεύος
—
αφαιρετός
—
έκχωση
—
κηρύττω
—
σπαρταριστός
—
σκληραγωγία
—
ζευγαροχαλάστρα
—
έναιμος
—
ψύχωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве