|
(-ήρος) ο мед. ингалятор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ингалятор? — ατμιστήρας как с (ново)греческого переводится слово ατμιστήρας? — ингалятор — κατασκευάστρια — φράκ — κοπελλίστικος — χερουβικός — ασφέρδουκλας — επαμφοτερίζω — ρωπικά — εδικός — πιό — βελονοειδής — ναυπηγοεπισκευαστικός — μοσχάτο — σμηνουργία — πλαγιότιτλος — ανάχρεμχμη — συνεδρίαση — ηνωμένος — μπάντα — υπουργώ — λειτουργός — αναζομώ |
|||