|
(αόρ. διέψυξα, παθ. αόρ. διεψύγην) охлаждать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охлаждать? — διαψύχω как с (ново)греческого переводится слово διαψύχω? — охлаждать — υπερυπουργείο — αυτεπάγγελτα — αποσαθρώνω — χάλιξ — αμμέ — αζήτητα — διασπείρω — σκολόπαξ — νωθρά — ριπή — ευσυνειδησία — διζωνικός — σεχταριστής — παρωδώ — θεμιτός — επιθάνατος — συλλείτουργο — μπαίν-μίξτ — ανάπαιστος — σκουληκαντέρα — γλαροπούλι |
|||