|
ο флотилия; === ~ αεροπλάνων — эскадрилья, отряд самолётов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово флотилия? — στολίσκος как с (ново)греческого переводится слово στολίσκος? — флотилия — ζυγιάστρα — θήκη — κρανιοσκοπικός — χειρογνωμονική — κλαδευτήρα — κοκκαλιάρης — κιμάς — παρατρέχω — υπερνικώ — γλύκαμα — Πορτογαλλίδα — χάμουργας — ακατέργαστος — πουρί — πουλακίδα — λαμπαδάριος — συρματουργικός — τιττυβίζω — αντάρτης — λαοφθόρος — αφιλαυτία |
|||