|
трупный; ~ή ακαμψία — трупное окоченение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трупный? — πτωματικός как с (ново)греческого переводится слово πτωματικός? — трупный — κακκαδιάζω — αριστερόστροφος — δικρανούμαι — ξέχωσμα — αναβιώνω — ανταλλαγή — αγαμία — μηνορραγία — υμνολογία — χειρωνακτικός — πετροκέρασο — στίχος — γήλοφος — κατατόπι — χαμόγι — διθυραμβικός — ξίκικος — ανεξόφλητα — μερικότητα — ξεσπιτώνω — αποπαγώνω |
|||