Новогреческий словарь
ημικατεργασμένος
ημικατεργασμέν|ος
полуобработанный
;
~ο προϊόν — полуфабрикат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полуобработанный
? —
ημικατεργασμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ημικατεργασμένος
? — полуобработанный
#
(ново)греческий словарь
—
παγιδεύω
—
ναυαρχικο
—
θανατικός
—
νεραϊδόχορτο
—
δημιουργικός
—
ψιλικατζήδικο
—
ανθισμένος
—
αιμομικτικός
—
ανέτοιμος
—
ακόσμως
—
τυρόγαλο
—
Ουτοπία
—
κομιτατζής
—
ερεβινθώδης
—
στόμωμα
—
χλωρουσιά
—
κλωστήριο
—
ξεμακραίνω
—
πευκάκι
—
αποκορυφώνω
—
ευστάθεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве