|
το туннель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово туннель? — τούννελ как с (ново)греческого переводится слово τούννελ? — туннель — πολύφωτο — ρούφουλας — γροθοκοπούμαι — κολλεκτιβισμός — δημεγέρτης — σάπιος — επισκέπτρια — πυργοδέσποινα — βορράς — διιστάμενος — πεντηκοντάδραχμο — πτερύγισμα — ανατίναγμα — πεσσός — μαγειριό — αδοκίμαστος — τρύπανο — ψωνίζομαι — αναστροφή — ακόρδωτα — παραχρήμα |
|||