|
(αόρ. συνέταμον, παθ. αόρ. συνετμήθην, πρκ. συντετμημένος) делать короче, укорачивать, сокращать; ~ τόν λόγον (τήν προθεσμίαν) — сокращать доклад (срок) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать короче? — συντέμνω как на (ново)греческом будет слово укорачивать? — συντέμνω как на (ново)греческом будет слово сокращать? — συντέμνω как с (ново)греческого переводится слово συντέμνω? — делать короче, укорачивать, сокращать — παντοτεινός — παιδικός — τραυματικός — σφήνωση — τυρί — υπερώνυμο — αποδειλιάζω — αχλωροφυλλία — οδοποιία — πρωτάρικος — αδρότητα — ανισόμερος — ιστός — αναπωμαστήρας — ασφαλής — διευκολύνω — εμβολιάζω — χλωροφορμιστής — χρηματαγορά — παρακίνημα — ξεκαπάκωμα |
|||